Τι νέο υπάρχει

[PIO] Χαιρετισμός της Υφυπουργού δρος Βασιλικής Κασσιανίδου στην παρουσίαση του βιβλίου και τα εγκαίνια της έκθεσης «Χέρια που Μιλούν: TalkingHands»,

41499.jpg




Με ιδιαίτερη χαρά βρίσκομαι σήμερα μαζί σας για την παρουσίαση του βιβλίου και τα εγκαίνια της έκθεσης «Χέρια που Μιλούν – Taking Hands» – ένα αφιέρωμα στους αφανείς ήρωες των ανασκαφών της περιοχής, τους κατοίκους του χωριού της Επισκοπής, χωρίς τα εργατικά χέρια των οποίων οι κυπριακές και ξένες αρχαιολογικές αποστολές δεν θα μπορούσαν να φέρουν στο φως τόσους αρχαιολογικούς θησαυρούς από τις απαρχές της κυπριακής αρχαιολογίας.

Οι ιστορίες, οι σκέψεις και εμπειρίες των ατόμων που συμμετείχαν σε αρχαιολογικές ανασκαφές ή που γνώριζαν άτομα που συμμετείχαν σε αυτές, όπως καταγράφονται στα «Χέρια που Μιλούν» και όπως αποτυπώνονται στη φωτογραφική έκθεση αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο της πολιτιστικής ιστορίας της Επισκοπής και προσδίδουν μια ιδιαίτερη, μοναδική αξία στις αρχαιολογικές αφηγήσεις που είχαμε ως τώρα. Οι συγγραφείς του βιβλίου «Χέρια που Μιλούν», Θεοπίστη Στυλιανού Λάμπερτ, Ελισάβετ Στεφανή, Πωλίνα Νικολάου και Michael Given μάς προσφέρουν ένα έργο που σπάνια έχουμε την ευκαιρία να δούμε. Ένα έργο πρωτογενούς μαρτυρίας για βιώματα που συνήθως μένουν ανείπωτα. Στην προκειμένη, ένα έργο που συνθέτει τις μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν από πρώτο χέρι, από νεαρή ηλικία και με μεγάλη ένταση τις αρχαιολογικές ανασκαφές που διεξήχθησαν από ξένους αρχαιολόγους και από το Τμήμα Αρχαιοτήτων στην κοινότητά τους. Οι άνθρωποι αυτοί, είτε ντόπιοι είτε πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο στην Επισκοπή μετά την εισβολή του 1974, έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι των αποστολών που έσκαψαν εδώ και αποκάλυψαν την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής.

Το βιβλίο αποτελεί σημαντική συνεισφορά στην ιστορία της αρχαιολογικής έρευνας στην Κύπρο. Η ανθρωποκεντρική του προσέγγιση, που συνδυάζει στοιχεία από την ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία, φωτίζει τα άτομα που κυριολεκτικά ανασύρουν την ιστορία από τη γη, ανοίγοντας την αρχαιολογία σε ένα ευρύτερο κοινό, πέραν της ακαδημαϊκής κοινότητας. Καταγράφοντας αφηγήσεις που δεν έχουν ποτέ ακουστεί επίσημα και κινδυνεύουν να χαθούν για πάντα, παρέχει μια φρέσκια οπτική στη διαδικασία της ανασκαφής, αποκαλύπτοντας πληροφορίες που συνήθως δεν βρίσκουν χώρο στις επιστημονικές δημοσιεύσεις.

Επιπλέον, οι εμπειρίες και οι πρακτικές που μοιράζονται μαζί μας οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν σημαντικές πληροφορίες για τη μεθοδολογία της ανασκαφής τον 20ό αιώνα σε πρακτικό επίπεδο.

Οι εργάτες και οι τεχνικοί στις ανασκαφές της περιοχής της Επισκοπής προέρχονταν από εκεί και ένιωθαν ισχυρούς δεσμούς με το ιστορικό πλαίσιο των χώρων που έσκαβαν, δηλαδή με το αρχαίο Κούριο και με τους προϊστορικούς του προγόνους, αλλά και τους διαδόχους του των βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων. Η καταγραφή αυτών των εμπειριών μάς αποδεικνύει ότι η συμμετοχή κατοίκων της περιοχής σε αρχαιολογικές έρευνες πεδίου μπορεί να ενισχύσει την εκτίμηση της πολιτιστικής κληρονομιάς στα μέλη της τοπικής κοινωνίας και, κατ’ επέκταση, να συμβάλει στην προστασία και διατήρηση των αρχαιολογικών χώρων σε βάθος χρόνου.

Η υλοποίηση έργων όπως το συγκεκριμένο βιβλίο, το οποίο επιτεύχθηκε μέσα από την αγαστή συνεργασία του Εργαστηρίου Οπτικής Κοινωνιολογίας και Μουσειολογίας του ΤΕΠΑΚ – που έχει συγχωνευθεί με το Museum Lab του Κέντρου Αριστείας CYENS – με το Τμήμα Αρχαιοτήτων, αποτελεί για το Υφυπουργείο Πολιτισμού μια εξαίρετη απόδειξη της πολύπλευρης αξίας του πολιτισμού, όχι μόνο ως ζωτικό στοιχείο της ιστορίας και της ταυτότητάς μας, αλλά και ως κινητήριος δύναμη για την κοινωνική πρόοδο, καθώς και την οικονομική ανάπτυξη του τόπου μας. Στοιχείο που ταυτίζεται με την προμετωπίδα του στρατηγικού μας σχεδιασμού ως Υφυπουργείο, ο οποίος στοχεύει στη διαφύλαξη και πλήρη αξιοποίηση της πλούσιας πολιτιστικής μας κληρονομιάς, υλικής και άυλης.

Για να μπορέσουν να δώσουν φωνή στα «χέρια» της αρχαιολογίας, οι συγγραφείς του βιβλίου πραγματοποίησαν ένα ερευνητικό πρόγραμμα που κατέγραψε σε κείμενα την προφορική ιστορία και απαθανάτισε τις εικόνες μέσα από τη φωτογραφία. Δεδομένου ότι οι ιστορίες των εργατών δεν μπορούσαν να εντοπιστούν σε αρχαιολογικά αρχεία και δημοσιεύσεις, η ομάδα μίλησε απευθείας με άτομα που συμμετείχαν σε αρχαιολογικές ανασκαφές ή που γνώριζαν άλλα άτομα που συμμετείχαν. Γι’ αυτό θα ήθελα να δώσω τα συγχαρητήριά μου τόσο στους συγγραφείς του βιβλίου, όσο και στους πρωταγωνιστές των ιστοριών: Ελένη Χρίστου, Σωκράτη Σάββα, Θεσσαλία (Σάλλη) Ονουφρίου Κυριάκου, Μαρούλλα Τριανταφυλλίδου, Αντώνη Πολυκάρπου, Μαρία Αλεξάνδρου, Δημοσθένη (Δήμο) Θεοδώρου, Κατίνα Τύλλιρου, Χρυστάλλα Ευαγγέλου, Άννα Κωνσταντίνου και Ειρήνη Κοντού, που με την πολύτιμη πληροφόρησή τους μπόρεσε να γίνει πραγματικότητα η συγγραφή αυτού του βιβλίου.

Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι το Υφυπουργείο Πολιτισμού στηρίζει κάθε προσπάθεια για μελέτη και προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, καθώς μπορεί, αφενός, να συμβάλει στην ενίσχυση της κοινής μας ταυτότητας και, αφετέρου, να προσφέρει ανεκτίμητες προοπτικές στην οικονομική ανάπτυξη, στον τουρισμό, και να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη ενός βιώσιμου μέλλοντος για τον τόπο μας. Αν αξιοποιηθεί σωστά ο πολιτισμός μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο αναζωογόνησης όχι μόνο των αστικών κέντρων αλλά και των αγροτικών και ορεινών μας περιοχών.

Θα ήθελα να συγχαρώ ξανά όλους όσοι συνέβαλαν στη διοργάνωση της αποψινής εκδήλωσης, στην υλοποίηση του έργου των συνεντεύξεων και την έκδοση του βιβλίου, το οποίο είμαι βέβαιη ότι θα αγκαλιαστεί από το κοινό με ιδιαίτερη θέρμη. Θα ήθελα, τέλος, να συγχαρώ το Τμήμα Αρχαιοτήτων που ανοίγει τις πόρτες του Μουσείου της Επισκοπής τόσο θεωρητικά όσο και πραγματικά για μια ενδιαφέρουσα συνεργασία και εκδήλωση.

(ΕΚ/ΝΓιαν/ΕΠ)
Contents of this article including associated images are belongs PIO
Views & opinions expressed are those of the author and/or PIO

Source

 
Πίσω
Κορυφή